- ανεξάνθιστος
- η , ο [ος , ον ]1) нерасцветший; 2) мед. стёртый, не ярко выраженный;
ανεξάνθιστη οστρακιά — скрытая форма скарлатины (без высыпаний)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεξάνθιστη οστρακιά — скрытая форма скарлатины (без высыпаний)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεξάνθιστος — η, ο (για ασθένειες) όποιος δεν έχει εκδηλωθεί με εξανθήματα … Dictionary of Greek